- επιστολή
- η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω]γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελονεοελλ.φρ.1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ.β) «συστατική επιστολή» — ο αποστολέας συνιστά κάποιον στον παραλήπτη και εκφέρει τη γνώμη του για τα προσόντα και τις ικανότητές τουγ) «ανοιχτή επιστολή» — κείμενο που δημοσιεύεται για να γίνει το περιεχόμενό του ευρύτερα γνωστό και όχι μόνο στον παραλήπτηδ) «εγκύκλιος επιστολή» ή «εγκύκλιος» — πανομοιότυπη επιστολή ή έγγραφο με πολλούς παραλήπτεςε) «εμπορική επιστολή» — επιστολή με περιεχόμενο σχετικό με τις δραστηριότητες και τις δοσοληψίες εμπορικών επιχειρήσεωνστ) «απλή επιστολή» — εκείνη που αποστέλλεται με τα συνήθη ταχυδρομικά τέληζ) «συστημένη επιστολή» — αυτή που αποστέλλεται με αυξημένα τέλη ενώ στον αποστολέα χορηγείται απόδειξη και ο παραλήπτης υπογράφει σε ειδικό βιβλίο παραλαβήςαρχ.-μσν.εντολή, παραγγελία ή διαταγή, προφορική ή γραπτήαρχ.1. διαθήκη2. φρ. α) «ἐξ ἐπιστολῆς» — κατά διαταγή (κάποιου)β) «ὁ τῶν ἐπιστολῶν» — ο γραμματέας.
Dictionary of Greek. 2013.